ένθεος
Смотреть что такое "ένθεος" в других словарях:
ἔνθεος — full of the god masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθεος — η, ο και ένθους, ουν (AM ἔνθεος, ον και ἔνθους, ουν) αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», Σοφ.) νεοελλ. (συνήθ. το συνηρ. ένθους) ενθουσιώδης,… … Dictionary of Greek
ένθεος — η, ο που σαν να έχει το Θεό μέσα του, θεόπνευστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθεώτερον — ἔνθεος full of the god masc acc comp sg ἔνθεος full of the god neut nom/voc/acc comp sg ἔνθεος full of the god adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεώτατα — ἔνθεος full of the god adverbial superl ἔνθεος full of the god neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεώτατον — ἔνθεος full of the god masc acc superl sg ἔνθεος full of the god neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέω — ἔνθεος full of the god masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔνθεος full of the god masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐντίθημι put in aor subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέως — ἔνθεος full of the god adverbial ἔνθεος full of the god masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθεον — ἔνθεος full of the god masc/fem acc sg ἔνθεος full of the god neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεωτάτοις — ἔνθεος full of the god masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεωτάτους — ἔνθεος full of the god masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)